- φλογώνω
- φλόγωσα, φλογώθηκα, φλογωμένος1. κορώνω (βλ. λ.).2. αμτβ., βγάζω φλόγες, πετάω φλόγες: Το ξύλο φλόγωσε.3. μτφ., παθαίνω έξαψη, ανάβω, ξανάβω: Φλόγωσε το πρόσωπό του από το θυμό.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.