φλογώνω

φλογώνω
φλόγωσα, φλογώθηκα, φλογωμένος
1. κορώνω (βλ. λ.).
2. αμτβ., βγάζω φλόγες, πετάω φλόγες: Το ξύλο φλόγωσε.
3. μτφ., παθαίνω έξαψη, ανάβω, ξανάβω: Φλόγωσε το πρόσωπό του από το θυμό.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • φλογώνω — φλογῶ, όω, ΝΜΑ [φλόξ, φλογός] βάζω φωτιά, καίω νεοελλ. 1. πυρακτώνω 2. (αμτβ.) αναδίδω φλόγες 3. μτφ. παθαίνω έξαψη, ανάβω (α. «φλόγωσε το πρόσωπο του από την οργή» β. «όταν τόν πιάνει αλλεργία, φλογώνει») μσν. αρχ. παθ. φλογοῡμαι, όομαι καίγομαι …   Dictionary of Greek

  • φλογώ — όω, ΜΑ βλ. φλογώνω …   Dictionary of Greek

  • φλόγωση — η 1. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του φλογώνω (βλ. λ.). 2. φλεγμονή (βλ. λ.), φλόγισμα, ξάναμμα, κακοφόρμισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”